- Σαρδιαναί
- Σαρδιᾱναί , Σάρδειςfem nom/voc plΣαρδιανόςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μότα — μότα, τὰ (Α) 1. (κατά τον Διοσκ.) «σαρδιαναὶ βάλανοι» 2. πληθ. ουδ. τού μοτός. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μοτός] … Dictionary of Greek